Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε

См. также в других словарях:

  • ηγεμονεύω — (AM ἡγεμονεύω, Α δωρ. τ. ἁγεμονεύω) 1. είμαι ηγεμόνας, κυβερνήτης, έχω ηγεμονική εξουσία, βασιλεύω, κυβερνώ («ἡγεμονεύειν ἐν πόλει», Πλατ.) 2. μτφ. έχω τα σκήπτρα, κατέχω την πρώτη θέση, κυριαρχώ, δεσπόζω, πρυτανεύω 3. παθ. ηγεμονεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • κορυθαίολος — κορυθαίολος, ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, ον (Α) 1. (για τον Έκτορα και τον Άρη) αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»